ακατάστρωτος

ακατάστρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν καταστρώθηκε, δεν προσχεδιάστηκε: Τα σχέδια για την τουριστική αξιοποίηση της περιοχής αυτής είναι ακόμη ακατάστρωτα.
2. αυτός που δεν μπορεί να καταστρωθεί σύμφωνα με τις αρχές της λογικής: Το πρόβλημα αυτό είναι ακατάστρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακατάστρωτος — η, ο [καταστρώνω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστρωθεί σύμφωνα με τις επιταγές τής λογικής «ακατάστρωτο πρόβλημα» 2. εκείνος που δεν έχει ερευνηθεί με περίσκεψη ή δεν έχει διατυπωθεί λεπτομερώς «τα σχέδια του για το μέλλον είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”